Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
χούτω — ή χοὕτω Α επίρρ. (αττ. τ.) κράση αντί καὶ οὕτω … Dictionary of Greek
χοὔτω — οὕτω , οὕτως in this way indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)